βαθμιδωτός

βαθμιδωτός
-ή, -ό
αυτός που είναι χωρισμένος σε σκαλοπάτια, βαθμίδες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαθμιδωτός — ή, ό [βαθμίδα] αυτός που έχει βαθμίδες, ο κλιμακωτός …   Dictionary of Greek

  • αβαθμίδωτος — η, ο [βαθμιδωτός] ο χωρίς βαθμίδες, ακλιμάκωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”